Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

200 ΧΡΟΝΙΆ ΑΠΌ ΤΟ 1821: ΜΙΑ ΜΙΚΡΉ ΟΙΚΟΝ/ΚΗ ΙΣΤΟΡΊΑ



Από τις αρχές του 18 ου αιώνα στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη καθώς και στα παραλιακά εμπορικά κέντρα της Μαύρης θάλασσας παρατηρείται μια αύξηση του αστικού πληθυσμού. Σιγά σιγά αρχίζει να μετασχηματίζονται οι μηχανισμοί παραγωγής και μεταποίησης. Αναπτύσσεται η υφαντουργία, αυξάνεται η ζήτηση βασικών ειδών διατροφής κυρίως στις αγορές της Δυτ. Ευρώπης : προϊόντα όπως σιτάρι, ακατέργαστο μετάξι και βαμβάκι, μαλλί, νήματα, λάδι, δημητριακά ενδιαφέρουν πολύ τις αγορές που ανέφερα  και πιο ειδικά για την περιοχή μας η σταφίδα  αρχίζει να ζητείται από την Αγγλική αγορά.
Η αποχώρηση των Ενετών από το Αιγαίο άφησε ένα δίκτυο λιμανιών-εμπορικών σταθμών. Στην Πελ/νησο τα σπουδαιότερα ήταν η Πάτρα, η Καλαμάτα, η Κορώνη, το Ναύπλιο και άλλα και κοντά σ’ αυτά η Βοστίτσα  (το Αίγιο). Στην επανεκκίνηση της εμπορικής δραστηριότητας οι αντιπρόσωποι των νέων αγορών, όπως η Τεργέστη, το Λιβόρνο, η Μασσαλία, η Λισαβόνα, τα λιμάνια της Μ. Βρετανίας, το Άμστερνταμ καθώς και η Οδησσός  στην Μαύρη θάλασσα, γνώριζαν πού ν’ απευθυνθούν και ήταν έτοιμοι ν’ αναλάβουν δράση. Τα κυριότερα δρομολόγια από Πάτρα και Αίγιο ήταν 1) Ιταλία- Γαλλία- Πορτογαλία- Μ. Βρετανία- Ολλανδία και 2) Οδησσός, φόρτωση σιτηρών, Δυτ. Ευρώπη και επιστροφή μέσω Ιταλίας( Τεργέστη).
Το δεύτερο μισό του 18 ου αιώνα-μετά το 1750 και ως το 1815 περίπου ο υπόδουλος Ελληνισμός, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, έχει στα χέρια του σε συνεργασία με Εβραίους και Αρμένιους κατοίκους στον Ελλαδικό χώρο όλο το εμπόριο, το οποίο απογειώνεται με τον Ναπολεόντειο αποκλεισμό που επιβάλλουν οι Άγγλοι στη Γαλλία (περί το 1800 μ.Χ.) τον οποίο συστηματικά παραβιάζουν  οι Έλληνες. Οι Οθωμανοί δεν έδειχναν ενδιαφέρον για το εμπόριο παρά μόνο στο βαθμό που αφορούσε την είσπραξη φόρων.
 Ο Σικελός περιηγητής Scrofani που βρισκόταν στην περιοχή της Αχαΐας γύρω στα 1800 στο ταξιδιωτικό του χρονικό επικεντρώνεται  στα οικονομικά στοιχεία της περιοχής και κρίνεται αξιόπιστος από την διασταύρωση των στοιχείων του με άλλες πηγές. Μας δίνει λοιπόν έναν κατάλογο των προϊόντων που εξήγαγε η Αιγιάλεια σε μια χρονιά (με την ορολογία της εποχής).
3 φορτώματα σταφίδα από Βοστίτσα: 1 φόρτωμα =2550 καντάρια, 1 καντάρι=44 οκάδες
1 φόρτωμα σταφίδα από Ακράτα, 1 φόρτωμα σταφίδα από Διακοφτό.
1 φόρτωμα σκληρό τυρί, 4000 οκάδες ακατέργαστο μετάξι (κουκούλια), 3000 λίβρες Κόμμι τραγάκανθας για ζαχαροπλαστική αλλά και βαφή υφασμάτων, υποδημάτων, καπέλων κλπ., 300 βαρέλια οινοπνεύματα, 1 φόρτωμα κρασί, σαρδέλες παστές, πρινόκοκκο για κόκκινη βαφή, λίγα δέρματα κ.α.
Ας παρακολουθήσουμε τώρα την κίνηση μιας τέτοιας περίπου εμπορικής πράξης. Πρέπει να τονίσουμε ότι η παραγωγή ήταν δύσκολη, μικρή, έβγαινε με κόπο, οι μέθοδοι απαρχαιωμένες: Ησιόδειο αλέτρι, όπου παρατηρείται μερικές φορές συνύπαρξη ζώου και ανθρώπου στο όργωμα και σβάρνα. Θερισμός με δρεπάνι, αλώνισμα σε χωμάτινα αλώνια- τα πετράλωνα  ήταν λιγοστά- με άλογα ή με διράβδι. Δύσκολες συνθήκες, λίγη τροφή κλπ. Το ίδιο και για τα άλλα προϊόντα και μάλιστα για τη σταφίδα που απαιτεί ακόμα και σήμερα πολύπλοκη διαδικασία.
 Η αυξανόμενη ζήτηση ενέτεινε το ενδιαφέρον των μεγαλοκτηματιών αλλά και των φτωχών χωρικών. Απότομα άρχισαν να ζητούνται νέοι επαγγελματίες ώστε ν’ ανταποκριθούν στη ζήτηση της αγοράς. Πέρα από την αύξηση της παραγωγής νέες ανάγκες προέκυψαν. Καινούρια επαγγέλματα εμφανίζονται ή επεκτείνεται η δραστηριότητα των παλαιών. Πραγματικός οργασμός. Η κίνηση των αγαθών απαιτούσε καταγραφή αυτών, υπολογισμούς, στοιχεία λογιστικής, συναλλαγματικές, υπογραφή συμφωνητικών, ρήτρες για ατυχίες. Όλα αυτά οδήγησαν στην εμφάνιση γραμματικών, ένα είδος λογιστών θα λέγαμε, εμπορικών πρακτόρων και μεσαζόντων. Απ’ αυτή την ανάγκη στο τελευταίο τέταρτο του 18 ου αιώνα έχουμε ίδρυση ακόμα και σχολείου για τα βασικά γράμματα ( Σχολή της Βοστίτσας), όπου δίδαξαν ονομαστοί λόγιοι της εποχής.
Τα προϊόντα μεταφέρονται με κάρα, αραμπάδες, δυνατά ζώα. Ανάγκες για ξυλοκόπους, καροποιούς, σιδηρουργούς, πεταλωτήδες, μεταφορείς, ημιονηγούς, φορτοεκφορτωτές. Επιπλέον απαιτούνται καλλιεργητές γης, σταφιδεργάτες, μικρές βιοτεχνίες ιδρύονται για εκτροφή μεταξοσκωλήκων,- η περιοχή ήταν γεμάτη από μουριές- όπως και μικρά βυρσοδεψεία. Κάτοικοι ορεινών περιοχών συλλέγουν φύλλα καρυδιάς για να σκεπάζουν τα προϊόντα στα αμπάρια –προφύλαξη από ζωύφια. Στο λιμάνι κυριαρχούν τα σχετιζόμενά με την εξαγωγή της σταφίδας. Χρηματιστές, δανειστές, τοκογλύφοι συμπληρώνουν το μωσαϊκό των επαγγελμάτων που δηλώνουν την οικονομική ανάπτυξη της εποχής.
Παρατηρείται αύξηση των εκτάσεων για καλλιέργεια σταφίδας που οδηγεί σε μεγαλύτερη  ανάγκη για καλλιεργητές, εργάτες για αποξήρανση, επεξεργασία, συσκευασία σε βαρέλια που έδωσε μεγάλη ώθηση του επαγγέλματος του βαρελοποιού. Επίσης βλέπουμε αύξηση των λιμενεργατών για ποικίλες εργασίες. Κτίζονται σταφιδεργοστάσια, αποθήκες και κάθε τι σχετικό. Κτίστες, μαραγκοί, σκεπαστές έχουν πολλή δουλειά.  Είναι φανερό ότι όλος ο πληθυσμός σχεδόν της Αιγιάλειας συμμετέχει στην αναγέννηση αυτή. Ιδρύονται χάνια και πανδοχεία για την εξυπηρέτηση των ανθρώπων και τη φροντίδα των ζώων και κοντά σ’ αυτά ξενοδοχεία.
Και μια άλλη παράμετρος που συχνά διαφεύγει: σκεφτείτε να αναχωρούν από το λιμάνι του Αιγίου δύο καράβια, δύο μπρίκια, περίπου 150-200 τόνων το καθένα με γύρω στα 150 άτομα συνολικά για πλήρωμα. Αξίζει να δούμε τις προμήθειες που χρειάζονταν για ένα πολυήμερο ταξίδι: μόνο τα  παξιμάδια  που είχαν για ψωμί να υπολογίσουμε προκύπτει ένας τεράστιος αριθμός για ένα ταξίδι 2(;) μηνών το λιγότερο.  Αυτό σημαίνει   εντατική εργασία του προσωπικού των φούρνων και ίδρυση νέων για την εξυπηρέτηση των αναγκών. Κοντά σ’ αυτό παστά κρέατα, λίπος, κρασί και νερό φυσικά, φάρμακα, αλοιφές και τόσα άλλα για διατροφή, καθώς και είδη ρουχισμού.
Ένα καράβι γεμάτο σταφίδα και άλλα προϊόντα έφτανε στον προορισμό του, ξεφόρτωνε κι έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής. Στο ταξίδι αυτό παραλάμβανε τις παραγγελίες που είχε για τους Βοστιτσάνους και άλλους ανάλογα με την οικονομική κατάστασή τους. Οι εισαγωγές κυρίως αφορούσαν κόκκινα και χρωματιστά υφάσματα , μεταξωτά, γούνες, τσόχες, υαλικά, πορσελάνες από την Τεργέστη, καθρέπτες, πολυελαίους και έπιπλα. Επιπλέον μολύβι, βιβλία, χαρτί και αποικιακά είδη όπως ζάχαρη, καφέ, πιπέρι, λουλάκι, μπαχαρικά και άλλα.
Αυτά παραλαμβάνονταν από το χονδρεμπόριο που τα προωθούσε στο λιανεμπόριο με ανάλογο κέρδος. Έτσι η πόλη απόκτησε μικρά μαγαζιά δηλ. αγορά με κύρια αρτηρία την οδό Ερμού. Υπήρχαν παράλληλα και οι περιπλανώμενοι έμποροι με ζώα και οι αγορές των πανηγυριών. Η συσσώρευση τόσου κόσμου στην πόλη οδήγησε στην λειτουργία καφενείων, καπηλειών, μαγειρείων κοντά στα καταλύματα ύπνου καθώς και δημόσια αλλά και ιδιωτικά λουτρά. Έτσι αρχίζει να σχηματίζεται και στη Βοστίτσα μια νέα εμποροναυτική τάξη καθώς και βιοτέχνες και γραμματικοί.
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση είχαν συγκεντρωθεί τεράστια ιδιωτικά κεφάλαια στα χέρια των Ελλήνων. Ο Skrofani υπολογίζει για όλη την Πελ/νησο τη χρονιά που αναφέρουμε : εξαγωγές 11.500.000 περ. πιάστρα και εισαγωγές 5.200.000 πιάστρα. Γι’ αυτό και οι πλούσιες οικογένειες της Βοστίτσας. Ο πλούτος αντανακλάται στα αρχοντικά τους και στον τρόπο ζωής τους.
 Εντυπωσιάζει η ποικιλία των εδεσμάτων που προσφέρει ο Ανδρ. Λόντος στον φιλοξενούμενούς  του Λόρδο Μπάιρον και τον περιηγητή Hobhouse, ο οποίος καταγράφει όσα προσφέρθηκαν. Γενικά όμως το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της περιοχής ανέβηκε. Προκάλεσε όμως και μια παρενέργεια διότι η δραστηριότητα αυτή οδήγησε μικρούς καλλιεργητές να εγκαταλείψουν τα μικρά κτήματά τους για να εργαστούν στην πόλη. Αυτά είτε ερήμωσαν είτε ενσωματώθηκαν στα κτήματα των μεγαλοκτημόνων. Η μάζα αυτή των ανθρώπων που αναφέρθηκε αποτέλεσε τη βάση των έμμισθων επαναστατικών σωμάτων κατά την έναρξη της Επανάστασης.
Η Βοστίτσα δεν είχε καραβοκύρηδες δηλ. πλοιοκτήτες, όπως το Μεσολόγγι, το Γαλαξίδι, οι Σπέτσες, η Ύδρα και τα Ψαρά, αλλά διέθετε επιδέξιους εμπόρους. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε μέχρι το 1815 περίπου με την ήττα του Ναπολέοντα και τη λήξη του αποκλεισμού. Τότε οι Άγγλοι και οι Γάλλοι επανήλθαν στη Μεσόγειο και πήραν πάλι το εμπόριο στα χέρια τους. Τα κεφάλαια όμως που είχαν συγκεντρωθεί και στη Βοστίτσα κατά μεγάλο μέρος χρηματοδότησαν τον Αγώνα τα πρώτα χρόνια μέχρι να έλθουν τα  δάνεια από αγγλικές τράπεζες.
Η εμπορική δραστηριότητα σε συνδυασμό με τη φροντισμένη γεωργική παραγωγή σε πολλούς κλάδους με κορυφαίο προϊόν τη σταφίδα ανέδειξε τη Βοστίτσα και τους κατοίκους της σε κύριους παράγοντες της οικονομικής ζωής της ευρύτερης περιοχής. Παρά την καταστροφή που υπέστη η πόλη κατά τα Ορλωφικά (1770), σύντομα κατάφερε να ανακάμψει και να πρωταγωνιστήσει στην προετοιμασία και στη διεξαγωγή του Αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Αίγιο Μάης 2020
Δημήτρης Γ. Τζεβελέκας
Βασικές πηγές: Κυρ. Σιμόπουλου-Ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα τομ. Β
Παν/κοί: Βασ. Κρεμμυδά:Η ελληνική Επανάσταση
- Γ.Β Νικολάου: Ο Ελλαδικός χώρος την περίοδο της Οθωμανικής και βενετικής κυριαρχίας.
- Β. Πατρώνη: Οικονομία, Κοινωνία και κράτος στην Ελλάδα 18 ος-20 ος αιώνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου